- Παλαμάς, Κωστής
- (Πάτρα 1859 – Aθήνα 1943). Έλληνας ποιητής. Από ιστορική οικογένεια του Μεσολογγίου, γεννήθηκε στην Πάτρα, όπου τελείωσε και το γυμνάσιο, ορφάνεψε νωρίς από μητέρα και πατέρα και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, που πάντα το θεωρούσε πραγματική πατρίδα του. Η πατριωτική άλλωστε και ρομαντική ατμόσφαιρα του μετεπαναστατικού Μεσολογγίου, που το είχαν μεταβάλει σε θρύλο η Έξοδος και ο θάνατος του Βύρωνα, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και της ποιητικής του Π.
Το 1876 έρχεται στην Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει νομικά (ήταν και ο πατέρας του νομικός), τα οποία όμως θα εγκαταλείψει γρήγορα, για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη λογοτεχνία. Είναι χαρακτηριστικό, πως την ίδια χρονιά που γράφτηκε στο πανεπιστήμιο έκανε και την πρώτη του λογοτεχνική εμφάνιση, στο Αττικόν Ημερολόγιον του Eιρηναίου Aσωπίου, με ένα ποίημα γραμμένο στη δημοτική. Τον ίδιο χρόνο επίσης (1876) υποβάλλει στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό τη συλλογή Ερώτων έπη, γραμμένη σε υπερκαθαρεύουσα. Τον χωρίζουν ακόμα 10 χρόνια από τη δημοσίευση του βιβλίου του Τραγούδια της πατρίδος μου (1886), μέτρια γενικά συλλογή, που αποτελεί όμως, μαζί με κάποια περίπου σύγχρονα φανερώματα (Νίκος Καμπάς), την αρχή μιας νέας εποχής στην ελληνική ποίηση. Στο βιβλίο αυτό βρήκαν θέση, όπως έλεγε ο ίδιος ο ποιητής, «η μικρή πατρίδα, η Ρούμελη, το Μισολόγγι, η επαρχία, το χωριό, το ντόπιο, η Ρωμιοσύνη, γιορτές, καθημερινές, το πανηγύρι, ο αργαλειός, τα λογής ρωμαίικα γνωρίσματα που με συγκινούν». Αλλά η αδιάπτωτη ποιητική δημιουργία, συνοδευόμενη από ανάλογη αναγνώριση, αρχίζει το 1889, με τη δημοσίευση του συνθετικού ποιήματος Ο ύμνος της Αθηνάς (1889), που βραβεύτηκε στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό με εισηγητή τον Νικόλαο Πολίτη. Το 1892 δημοσιεύει τη συλλογή Τα μάτια της ψυχής μου (που είχε ήδη βραβευτεί στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό του 1890), το 1897 τη συλλογή Ίαμβοι και ανάπαιστοι (τον ίδιο χρόνο διορίστηκε γενικός γραμματέας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, θέση που του εξασφάλισε κάποια οικονομική άνεση), το 1898 την ποιητική σύνθεση Ο τάφος (λυρική έκφραση της οδύνης του για τον θάνατο του μικρότερου παιδιού του). Ήρθε πλέον η γενική αναγνώριση: σε μία έρευνα που κάνει η εφημερίδα Το Άστυ το 1898, οι Έλληνες λογοτέχνες τον αναγνωρίζουν ως τον καλύτερο ποιητή. Από τότε έγραψε μια σειρά από ποιητικά βιβλία: Οι χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης (1900), Η ασάλευτη ζωή (1904), Ο δωδεκάλογος του γύφτου (1907), Η φλογέρα του βασιλιά (1910), Οι καημοί της λιμνοθάλασσας (όπου βρίσκονται και τα Σατιρικά γυμνάσματα, 1912), Η πολιτεία και η μοναξιά (1912), Βωμοί (1915), Tα παράκαιρα (1918), Τα δεκατετράστιχα (Αλεξάνδρεια, 1919), Οι πεντασύλλαβοι και τα Παθητικά κρυφομιλήματα (1925), Δειλοί και σκληροί στίχοι (Σικάγο, 1928), Ο κύκλος των τετράστιχων (1929), Περάσματα και Χαιρετισμοί (1931), Οι νύχτες του Φήμιου (1935) και Βραδυνή φωτιά (1944).
Παράλληλα προς την ποιητική του δραστηριότητα ο Π. ασκεί σε όλο αυτό το διάστημα και ένα βαθυστόχαστο και υψηλού επιπέδου κριτικό έργο (ολοκληρωμένη έκδοση των Απάντων του ποιητή σε 16 τόμους, όπου εκτός από τα ποιητικά συγκεντρώθηκαν και τα κριτικά και τα λιγοστά διηγήματα, αλλά και τα αναρίθμητα άρθρα και σημειώματά του, που ήταν σκορπισμένα σε όλα σχεδόν τα λογοτεχνικά περιοδικά και τις εφημερίδες της εποχής του, έκανε το Ίδρυμα Παλαμά, που ιδρύθηκε το 1960). Το 1925 ο Π. τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, το 1926 διορίστηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών με την ίδρυσή της και το 1930 εξελέγη πρόεδρός της.
Στα χρόνια του ο Π. έφερε ένα νέο ρίγος ως ποιητής. Αφού ενστερνίστηκε φανατικά τη λαϊκή παράδοση, βάλθηκε να αξιοποιήσει αισθητικά τα στοιχεία και τα ιδανικά που τη συγκροτούσαν: ήθη, έθιμα, παραδόσεις και ό,τι έφερνε στο φως η πρωτοεμφανιζόμενη τότε στην Ελλάδα λαογραφία, και κυρίως τη λαϊκή γλώσσα, όπως διασώθηκε στα τραγούδια, στα παραμύθια και στα άλλα είδη της λαϊκής λογοτεχνίας. Κατέχοντας ο ίδιος ένα μοναδικό γλωσσικό αισθητήριο και ασυνήθιστες γλωσσοπλαστικές ικανότητες και προικισμένος με ακαταπόνητη εργατικότητα, ανέδειξε στα βιβλία του τον πλούτο της γλωσσικής παράδοσης ενός προικισμένου και εκφραστικά ανεξάντλητου λαού. «Το έργο του Παλαμά», έγραφε το 1943 ο γλωσσολόγος καθηγητής Ν. Ανδριώτης, «είναι η αποθέωση του νεοελληνικού γλωσσικού θησαυρού». Όταν υψωθούν οι νεοελληνικές σπουδές στον τόπο μας στο επιστημονικό ύψος που αξίζουν και που η μεγάλη θέση της ελληνικής γλώσσας στην ιστορία των γλωσσών επιβάλλει, το έργο του Παλαμά θα είναι η ακένωτη πηγή υλικού και η μελέτη του επιστέγασμα στη γνώση της καλλιεργημένης κοινής Νεοελληνικής». Αλλά το γλωσσικό πάθος του Π. δεν πρέπει να θεωρηθεί ως το αποτέλεσμα ενός φορμαλιστικού αισθητισμού: ο Π. συγκέντρωνε τις λέξεις ή έπλαθε νέες δικές του με τη συνείδηση ότι αυτές είχαν και εκπλήρωναν μια ζωντανή λειτουργία και με την πίστη στην ανάγκη να προωθηθεί η λαϊκή δημοτική γλώσσα και παράδοση, από τη θέση όπου την κρατούσε, άδικα και αντίθετα προς τους ιστορικούς νόμους, ένας στείρος λογιοτατισμός. Οι αντιλήψεις του αυτές δηλώνονται σαφώς στο κριτικό του έργο, αλλά και σε διάφορες στιγμές της ποίησής του, που από ορισμένες απόψεις θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μία ποίηση στρατευμένη στην υπηρεσία του έθνους και του λαού. Στον Δωδεκάλογο του γύφτου, για παράδειγμα, μια από τις μεγαλύτερες επιτεύξεις της ελληνικής ποίησης στον αιώνα μας, γίνεται φανερός ο ρόλος που αποδίδει ο Π. στον ποιητή· τον θεωρεί γκρεμιστή κάθε ξεπερασμένης και ιστορικά αδικαίωτης ιδέας και παράλληλα τον ονομάζει οικοδόμο της νέας ζωής που χτίζεται πάνω στα συντρίμμια του παλαιού κόσμου. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό –για την εποχή που γράφτηκε ο Δωδεκάλογος (1907)– ότι την τέχνη και την επιστήμη θεωρεί ο Π. ως τους δύο πόλους της νέας ζωής. Οι αντιδράσεις ορισμένων ιδεαλιστών στην έξαρση του πνεύματος του θετικισμού, που σημειώθηκε τον 19ο αι. εξαιτίας των επιστημονικών προόδων, τον αφήνουν αδιάφορο· η επιστήμη αποτελεί γι» αυτόν μια αναγκαιότητα στη ζωή του ανθρώπου. Στην ίδια κατεύθυνση είναι προσανατολισμένα και τα Σατιρικά γυμνάσματα (αστραπές ποιητικού θυμού όπως χαρακτηρίστηκαν), δημοσιευμένα ίσως όχι τυχαία, αλλά για vα αποτελέσουν μια διαλεκτική σύνθεση, μαζί με τα νοσταλγικά ποιήματα Οι καημοί της λιμνοθάλασσας.
Βέβαια ο Π. δεν παύει να είναι, όπως λίγο πολύ όλοι οι ποιητές, ένας ροϊκός ποιητής. Εύκολα περνά από διάθεση σε διάθεση (ο ίδιος, θέλοντας να παραστήσει γραφικά τον ευμετάβολο ψυχισμό του, αποκαλεί τον εαυτό του πρωτεϊκό). Το στοιχείο αυτό του παλαμικού έργου που, πέρα από την ψυχική καταβολή, δεν είναι άσχετο προς τις αντιφάσεις της αδιαμόρφωτης ακόμα νεοελληνικής κοινωνίας, μαζί με τον μεγάλο ιστορισμό του (ποιητικό χρονογράφο της φυλής, αποκαλεί τον ποιητή ο Νίκος Βέης) δημιούργησε από πολύ νωρίς την αντίληψη πως ο Π. καλλιεργούσε μια ποίηση σκοτεινή, ενώ απλώς το πλησίασμά της προϋποθέτει μια κάποια επαρκή προπαρασκευή. Και είναι φυσικό αυτό για ένα έργο εμπνευσμένο όχι μόνο από τη φύση και τη ζωή, αλλά και από το βιβλίο· όχι μόνο από τον αισθηματισμό της καρδιάς, αλλά και από τη σκέψη του διανοητή (σήμερα προβάλλονται σχετικά τα παραδείγματα του Έζρα Πάουντ και του Έλιοτ). Στη Φλογέρα του βασιλιά, για παράδειγμα, ο Π. θρέφει τον λυρισμό του με θέματα παρμένα από το Βυζάντιο και συγκεκριμένα από τους Βυζαντινούς χρονογράφους Κεδρηνό, Μανασή, Ακροπολίτη κ.ά.
Ο ηγετικός ρόλος του Π. σε μια λογοτεχνική γενικά, που είχε αποδοθεί με πάθος σ’ έναν πνευματικό πόλεμο, άφησε τα ίχνη της στην ποίησή του: οι αντίλαλοι από τις ιαχές μιας, σε εξέλιξη, μάχης ιδεών, που ήταν πραγματική και όχι γέννημα ποιητικής φαντασίας (η Τριλογία του θυμού, στη συλλογή Ασάλευτη ζωή, εμπνευσμένη από τις εκδηλώσεις κατά της μετάφρασης στη δημοτική της Καινής Διαθήκης από τον Αλέξανδρο Πάλλη (το 1901), και της αισχυλικής Ορέστειας από τον Γ. Σωτηριάδη, το 1903 είναι χαρακτηριστική) γίνονται κάποτε ρητορεία και στόμφος, πλατιασμός και φραστική υπερβολή. Αλλά η παλαμική ποίηση δεν εξαντλείται καθόλου στα όρια μιας εποχής, έστω και αν στο τεράστιο αυτό έργο η έμπνευση κάποτε εκβιάζεται και πιέζεται από τις επείγουσες ανάγκες μιας δεδομένης ιστορικής στιγμής ή άλλοτε συσκοτίζεται από το βάρος των συσσωρευμένων γνώσεων. Το έργο του εθνικού ποιητή, γιατί κατεξοχήν εθνικός ποιητής είναι ο Π., παραμένει στην κορυφή των πνευματικών επιτευγμάτων του νέου ελληνισμού.
Αλλά ο αναγεννητικός ρόλος του ποιητή είχε και δεύτερο σκέλος: την κριτική. Ο Π. γνώρισε στο ελληνικό κοινό (που ελάχιστα διάβαζε τότε τις ευρωπαϊκές γλώσσες) τα νέα ποιητικά και πνευματικά ρεύματα, πολέμησε τις ξεπερασμένες πια εκδηλώσεις του ρομαντισμού στην Ελλάδα και τους υπερασπιστές της καθαρεύουσας. Στα μαχητικά άρθρα του η έκφρασή του παίρνει ξεχωριστή δύναμη, εμπλουτισμένη συχνά από μια γεμάτη ευρήματα δηκτικότητα. Στον Π. εξάλλου ανήκει η τιμή πως ανακάλυψε τον Κάλβο (1888), ενώ ανέλυσε κριτικά τα μεγάλα προτερήματα της σολωμικής ποίησης (1901). Τέλος, καθώς εργαζόταν ακούραστα για να εμπλουτίσει τα εκφραστικά μέσα της νεοελληνικής ποίησης, καλλιέργησε με ιδιαίτερη αγάπη τη μετρική (που τότε ήταν ακόμα σε χρήση), έχοντας ως βάση τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο των δημοτικών τραγουδιών, τον εθνικό στίχο, όπως τον αποκαλούσε. Το κριτικό έργο του Π. είναι συγκεντρωμένο, το περισσότερο, σε ιδιαίτερα βιβλία: Τα πρώτα κριτικά (1913), Πεζοί δρόμοι (3 τόμοι, 1928-34), Tα χρόνια μου και τα χαρτιά μου· Η ποιητική μου (2 τόμοι 1933-40), οι πρόλογοι με τους οποίους συνόδευε τα έργα του. Έγραψε επίσης τα Διηγήματα (1920) και τη νουβέλα Θάνατος παλικαριού και άλλα διηγήματα (1920). Το θεατρικό του έργο Τρισεύγενη κυκλοφόρησε το 1903 και επιστολές του με τον γενικό τίτλο Γράμματα στη Ραχήλ το 1960.
O Κωστής Παλαμάς (1859 – 1943) υπήρξέ η κεντρική μορφή των ελληνικών γραμμάτων επί μισό αιώνα. (φωτ. από την έκδ. «100 + 1 χρόνια Ελλάδα»).
Dictionary of Greek. 2013.